- περίκειμαι
- ΝΑ [κείμαι]είμαι τοποθετημένος γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι από παντού, βρίσκομαι γύρω από κάτιαρχ.1. φέρω κάτι γύρω στο σώμα μου, ντύνομαι, φορώ2. μτφ. ενυπάρχω σε κάτι, έχω προσαφθεί σε κάτι3. (η μτχ. εν. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ περικείμενοιμτφ. υποστηρικτές, οπαδοί4. φρ. α) «περίκειμαι ἅλυσιν» — είμαι αλυσοδεμένος, βρίσκομαι στα δεσμά (ΚΔ)β) «περίκειμαι ἀσθένειαν» — με τριγυρίζει αρρώστια, είμαι άρρωστος (ΚΔ)γ) «περίκειμαι στρατιωτικήν δύναμιν» — περιστοιχίζομαι από στρατιωτική δύναμη (Πλούτ.)δ) μτφ.) «περίκειμαι ὕβριν» — είμαι υπερόπτης, αλαζόνας (Θεόκρ.)ε) «οὐδἐ τί μοι περίκειται»μτφ. δεν έχω κανένα όφελος από κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.